Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

οι εφαρμοσμένες τέχνες

  • 1 прикладной

    прикладной εφαρμοσμένος*.\прикладнойое искусство οι εφαρμοσμένες τέχνες
    * * *

    прикладно́е иску́сство — οι εφαρμοσμένες τέχνες

    Русско-греческий словарь > прикладной

  • 2 искусство

    иску́сств||о
    с
    1. ἡ τέχνη, ἡ καλλιτεχ-νία:
    изящи́ые \искусствоа οἱ καλές τέχνες· изобразительные \искусствоа οἱ είκαστικές τέχνες· прикладное \искусство οἱ ἐφαρμοσμένες τέχνες· произведение \искусствоа τό ἔργο τέχνης·
    2. (умение, мастерство) ἡ τέχνη, ἡ δεξιοτεχνία, ἡ ίκανότητα [-ης]:
    военное \искусство ἡ πολεμική τέχνη· \искусство управления ἡ διοικητική ικανότητα· с большим \искусствоом μέ μεγάλη τέχνη· владеть \искусствоом чего́-л. κατέχω τήν τέχνη νά...· ◊ из любви́ к \искусствоу γι ' ἀγάπη τής τέχνης· по всем правилам \искусствоа μέ ὀλους τους κανόνες, μέ ὀλους τους κανόνες τής τέχνης.

    Русско-новогреческий словарь > искусство

  • 3 искусство

    ουδ.
    τέχνη, καλλιτεχνία•

    принадлежит народу η τέχνη ανήκει στο λαό•

    древнегреческое искусство η αρχαιοελληνική τέχνη•

    искусство для -а ή искусство ради -а η τέχνη για την τέχνη•

    изобразительные -а εικαστικές τέχνες•

    произведние -а έργο τέχνης•

    архитектурное αρχιτεκτονική τέχνη•

    древнее искусство η αρχαία! Τέχνη•

    прикладное искусство εφαρμοσμένες τέχνες•

    военное искусство η στρατιωτική τέχνη•

    искусство управления ικανότττα διοίκησης•

    с большим -ом με μεγάλη τέχνη.

    εκφρ.
    из любви к -у – από αγάπη για την τέχνη•
    по всем правилам -аβλ. правило

    Большой русско-греческий словарь > искусство

  • 4 прикладной

    επ.
    εφαρμοσμένος, πρακτικός•

    -ые науки πρακτικές επιστήμες•

    -ые знания πρακτικές γνώσεις.

    εκφρ.
    - ое искусство – οι εφαρμοσμένες τέχνες.

    Большой русско-греческий словарь > прикладной

См. также в других словарях:

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • Λεκ, Μπαρτ Βαν ντερ- — (Bart Van der Leck, Ουτρέχτη 1876 – Μπλάρικουμ 1958). Ολλανδός ζωγράφος και σχεδιαστής. Σπούδασε στην Εθνική Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών του Άμστερνταμ (1900 4). Το ενδιαφέρον του για τις εφαρμοσμένες τέχνες προκλήθηκε από τις πολιτικοκοινωνικές… …   Dictionary of Greek

  • αφηρημένη τέχνη — Ο όρος α.τ., όπως και οι συνώνυμοι τέχνη ανεικονική, τέχνη μη αντικειμενική, τέχνη μη αναπαραστατική, δηλώνει τη σύγχρονη τάση των εικαστικών τεχνών που αποκλείει στο καλλιτεχνικό έργο κάθε προσφυγή στη φυσική πραγματικότητα και ειδικότερα κάθε… …   Dictionary of Greek

  • Κλάιν, Σέζαρ — (Cesar Klein, 1876 – 1957). Γερμανός ζωγράφος. Επιδόθηκε στις εφαρμοσμένες τέχνες και διέπρεψε στην υαλογραφία, στην ψηφιδογραφία, στην τοιχογραφία καθώς και στη βιβλιοζωγραφική και στη σκηνογραφία. Έργα του πολύμορφου ταλέντου του βρίσκονται σε… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • πολυτεχνείο — το, Ν (εκπαιδ.) ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο διδάσκονται εφαρμοσμένες επιστήμες και καλές τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυτέχνης. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Λ. Καφταντζόγλου] …   Dictionary of Greek

  • τεχνικός — ή, ό / τεχνικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. μόνο ως ουσ. και τεχνικός Ν [τέχνη] 1. σχετικός με την τέχνη γενικά ή με μια ορισμένη τέχνη («τεχνικοί όροι» καθιερωμένες ονομασίες που αναφέρονται στις λεπτομέρειες τών τεχνών ή μιας τέχνης) 2. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»